παρθενίς

παρθενίς
-ίδος, η, Α
1. είδος άνθους το οποίο χρησιμοποιούσαν για τον στολισμό στεφανιών
2. το φυτό αρτεμισία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + επίθημα -ίς (πρβλ. παρθένων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Παρθενίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθενί — Παρθενίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενί — παρθενίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθενίδι — Παρθενίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενίδι — παρθενίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθενίδος — Παρθενίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενίδος — παρθενίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”